ενήλικος

ενήλικος
-η, -ο
που πέρασε στη νόμιμη ηλικία της χειραφεσίας και της αυτεξουσιότητας, που συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του και μπορεί να εξουσιάζει τον εαυτό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐνήλικος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενήλικος — η, ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, ον) [ήλιξ] αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία τής αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • ἐνηλίκοις — ἐνήλικος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλίκους — ἐνήλικος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλίκων — ἐνήλικος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλίκῳ — ἐνήλικος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήλικα — ἐνήλικος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήλικοι — ἐνήλικος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενηλικιότητα — και ενηλικότητα, η η ιδιότητα τού ενηλίκου*, το να είναι κανείς ενήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενηλικιότητα < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …   Dictionary of Greek

  • ενηλικιώνομαι — και ενηλικιούμαι ( όομαι) 1. γίνομαι ενήλικος 2. (νομ.) αποκτώ τη νόμιμη ηλικία τής αυτεξουσιότητας και χειραφεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Ἀγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”